Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξενικόκουφον
ξενικός
ξένιος
ξενίς
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτευτής
ξενιτεύω
ξενοδαίκτας
ξενοδαΐκτης
ξενοδαίτης
ξενοδαιτυμών
ξενοδίκαι
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχεῖον
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθάνατος
View word page
ξενοδαΐκτης
one who murders guests

ShortDef

one who murders guests

Debugging

Headword:
ξενοδαΐκτης
Headword (normalized):
ξενοδαΐκτης
Headword (normalized/stripped):
ξενοδαικτης
IDX:
60163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60164
Key:

Data

{'content': 'one who murders guests'}