Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξενίζω
ξενίη
ξενικόκουφον
ξενικός
ξένιος
ξενίς
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτευτής
ξενιτεύω
ξενοδαίκτας
ξενοδαΐκτης
ξενοδαίτης
ξενοδαιτυμών
ξενοδίκαι
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχεῖον
ξενοδοχία
ξενοδώτης
View word page
ξενιτεύω
to live abroad

ShortDef

to live abroad

Debugging

Headword:
ξενιτεύω
Headword (normalized):
ξενιτεύω
Headword (normalized/stripped):
ξενιτευω
IDX:
60161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60162
Key:

Data

{'content': 'to live abroad'}