Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξενίδιον
ξενίζω
ξενίη
ξενικόκουφον
ξενικός
ξένιος
ξενίς
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτευτής
ξενιτεύω
ξενοδαίκτας
ξενοδαΐκτης
ξενοδαίτης
ξενοδαιτυμών
ξενοδίκαι
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχεῖον
ξενοδοχία
View word page
ξενιτευτής
one who lives abroad

ShortDef

one who lives abroad

Debugging

Headword:
ξενιτευτής
Headword (normalized):
ξενιτευτής
Headword (normalized/stripped):
ξενιτευτης
IDX:
60160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60161
Key:

Data

{'content': 'one who lives abroad'}