Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξένη
ξένηθεν
ξενήκουστος
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξενία
Ξενίας
ξενίδιον
ξενίζω
ξενίη
ξενικόκουφον
ξενικός
ξένιος
ξενίς
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτευτής
ξενιτεύω
ξενοδαίκτας
ξενοδαΐκτης
View word page
ξενικόκουφον
foreign cask
ShortDef
foreign cask
Debugging
Headword:
ξενικόκουφον
Headword (normalized):
ξενικόκουφον
Headword (normalized/stripped):
ξενικοκουφον
IDX:
60153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60154
Key:
Data
{'content': 'foreign cask'}