Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξεναρκής
ξενεών
ξένη
ξένηθεν
ξενήκουστος
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξενία
Ξενίας
ξενίδιον
ξενίζω
ξενίη
ξενικόκουφον
ξενικός
ξένιος
ξενίς
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτευτής
ξενιτεύω
View word page
ξενίζω
to receive a guest; to surprise, to make strange

ShortDef

to receive a guest; to surprise, to make strange

Debugging

Headword:
ξενίζω
Headword (normalized):
ξενίζω
Headword (normalized/stripped):
ξενιζω
IDX:
60151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60152
Key:

Data

{'content': 'to receive a guest; to surprise, to make strange'}