Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξεναπάτας
ξεναπάτης
ξεναπατία
ξενάρκειος
ξεναρκής
ξενεών
ξένη
ξένηθεν
ξενήκουστος
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξενία
Ξενίας
ξενίδιον
ξενίζω
ξενίη
ξενικόκουφον
ξενικός
ξένιος
ξενίς
ξένισις
View word page
ξενηλατέω
to banish foreigners

ShortDef

to banish foreigners

Debugging

Headword:
ξενηλατέω
Headword (normalized):
ξενηλατέω
Headword (normalized/stripped):
ξενηλατεω
IDX:
60147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60148
Key:

Data

{'content': 'to banish foreigners'}