Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξεναγός
Ξεναίνετος
ξεναπάτας
ξεναπάτης
ξεναπατία
ξενάρκειος
ξεναρκής
ξενεών
ξένη
ξένηθεν
ξενήκουστος
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξενία
Ξενίας
ξενίδιον
ξενίζω
ξενίη
ξενικόκουφον
ξενικός
ξένιος
View word page
ξενήκουστος
foreign
ShortDef
foreign
Debugging
Headword:
ξενήκουστος
Headword (normalized):
ξενήκουστος
Headword (normalized/stripped):
ξενηκουστος
IDX:
60145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60146
Key:
Data
{'content': 'foreign'}