Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξενάγησις
ξεναγία
ξεναγός
Ξεναίνετος
ξεναπάτας
ξεναπάτης
ξεναπατία
ξενάρκειος
ξεναρκής
ξενεών
ξένη
ξένηθεν
ξενήκουστος
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξενία
Ξενίας
ξενίδιον
ξενίζω
ξενίη
ξενικόκουφον
View word page
ξένη
a female guest: a foreign woman
ShortDef
a female guest: a foreign woman
Debugging
Headword:
ξένη
Headword (normalized):
ξένη
Headword (normalized/stripped):
ξενη
IDX:
60143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60144
Key:
Data
{'content': 'a female guest: a foreign woman'}