Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξεναγέτης
ξεναγέω
ξενάγησις
ξεναγία
ξεναγός
Ξεναίνετος
ξεναπάτας
ξεναπάτης
ξεναπατία
ξενάρκειος
ξεναρκής
ξενεών
ξένη
ξένηθεν
ξενήκουστος
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξενία
Ξενίας
ξενίδιον
ξενίζω
View word page
ξεναρκής
aiding strangers
ShortDef
aiding strangers
Debugging
Headword:
ξεναρκής
Headword (normalized):
ξεναρκής
Headword (normalized/stripped):
ξεναρκης
IDX:
60141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60142
Key:
Data
{'content': 'aiding strangers'}