Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλογέω
ἀναλογή
ἀναλογητέον
ἀναλογητικός
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογικός
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀναλογιστικός
ἀνάλογος
ἀναλογούντως
ἀναλογχόω
ἀναλοκίζω
ἄναλος
ἄναλτος
ἄναλτος2
ἀναλύζω
ἀνάλυσις
ἀναλυτέον
ἀναλυτήρ
View word page
ἀνάλογος
proportionate

ShortDef

proportionate

Debugging

Headword:
ἀνάλογος
Headword (normalized):
ἀνάλογος
Headword (normalized/stripped):
αναλογος
IDX:
6013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6014
Key:

Data

{'content': 'proportionate'}