Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξεινοσύνη
ξέλεγνον
ξεναγέτας
ξεναγέτης
ξεναγέω
ξενάγησις
ξεναγία
ξεναγός
Ξεναίνετος
ξεναπάτας
ξεναπάτης
ξεναπατία
ξενάρκειος
ξεναρκής
ξενεών
ξένη
ξένηθεν
ξενήκουστος
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξενία
View word page
ξεναπάτης
one who cheats strangers

ShortDef

one who cheats strangers

Debugging

Headword:
ξεναπάτης
Headword (normalized):
ξεναπάτης
Headword (normalized/stripped):
ξεναπατης
IDX:
60138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60139
Key:

Data

{'content': 'one who cheats strangers'}