Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξανθόχροος
ξανθόχρως
ξανθόω
ξανθύνομαι
ξανθωπός
ξάνιον
ξάνσις
ξάντης
ξαντικός
ξάντρια
ξάσμα
ξεινήϊον
ξείνιος
ξεινοβάκχη
ξεινοσύνη
ξέλεγνον
ξεναγέτας
ξεναγέτης
ξεναγέω
ξενάγησις
ξεναγία
View word page
ξάσμα
carded wool
ShortDef
carded wool
Debugging
Headword:
ξάσμα
Headword (normalized):
ξάσμα
Headword (normalized/stripped):
ξασμα
IDX:
60124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60125
Key:
Data
{'content': 'carded wool'}