Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξανθόχολος
ξανθόχροος
ξανθόχρως
ξανθόω
ξανθύνομαι
ξανθωπός
ξάνιον
ξάνσις
ξάντης
ξαντικός
ξάντρια
ξάσμα
ξεινήϊον
ξείνιος
ξεινοβάκχη
ξεινοσύνη
ξέλεγνον
ξεναγέτας
ξεναγέτης
ξεναγέω
ξενάγησις
View word page
ξάντρια
putatrix
ShortDef
putatrix
Debugging
Headword:
ξάντρια
Headword (normalized):
ξάντρια
Headword (normalized/stripped):
ξαντρια
IDX:
60123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60124
Key:
Data
{'content': 'putatrix'}