Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξανθοχολικός
ξανθόχολος
ξανθόχροος
ξανθόχρως
ξανθόω
ξανθύνομαι
ξανθωπός
ξάνιον
ξάνσις
ξάντης
ξαντικός
ξάντρια
ξάσμα
ξεινήϊον
ξείνιος
ξεινοβάκχη
ξεινοσύνη
ξέλεγνον
ξεναγέτας
ξεναγέτης
ξεναγέω
View word page
ξαντικός
of or for wool-carding

ShortDef

of or for wool-carding

Debugging

Headword:
ξαντικός
Headword (normalized):
ξαντικός
Headword (normalized/stripped):
ξαντικος
IDX:
60122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60123
Key:

Data

{'content': 'of or for wool-carding'}