Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξανθοτριχέω
ξανθοφαής
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθοχολικός
ξανθόχολος
ξανθόχροος
ξανθόχρως
ξανθόω
ξανθύνομαι
ξανθωπός
ξάνιον
ξάνσις
ξάντης
ξαντικός
ξάντρια
ξάσμα
ξεινήϊον
ξείνιος
ξεινοβάκχη
ξεινοσύνη
View word page
ξανθωπός
golden-looking
ShortDef
golden-looking
Debugging
Headword:
ξανθωπός
Headword (normalized):
ξανθωπός
Headword (normalized/stripped):
ξανθωπος
IDX:
60118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60119
Key:
Data
{'content': 'golden-looking'}