Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ξάνθος
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφαής
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθοχολικός
ξανθόχολος
ξανθόχροος
ξανθόχρως
ξανθόω
ξανθύνομαι
ξανθωπός
ξάνιον
ξάνσις
ξάντης
ξαντικός
ξάντρια
ξάσμα
ξεινήϊον
View word page
ξανθόχρως
brown

ShortDef

brown

Debugging

Headword:
ξανθόχρως
Headword (normalized):
ξανθόχρως
Headword (normalized/stripped):
ξανθοχρως
IDX:
60115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60116
Key:

Data

{'content': 'brown'}