Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξανθόλευκος
ξανθομήλινος
Ξάνθος
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφαής
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθοχολικός
ξανθόχολος
ξανθόχροος
ξανθόχρως
ξανθόω
ξανθύνομαι
ξανθωπός
ξάνιον
ξάνσις
ξάντης
ξαντικός
ξάντρια
View word page
ξανθόχολος
suffering from jaundice

ShortDef

suffering from jaundice

Debugging

Headword:
ξανθόχολος
Headword (normalized):
ξανθόχολος
Headword (normalized/stripped):
ξανθοχολος
IDX:
60113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60114
Key:

Data

{'content': 'suffering from jaundice'}