Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξανθοκάρηνος
ξανθοκάρυον
ξανθοκόμας
ξανθοκόμης
ξανθόλευκος
ξανθομήλινος
Ξάνθος
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφαής
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθοχολικός
ξανθόχολος
ξανθόχροος
ξανθόχρως
ξανθόω
ξανθύνομαι
ξανθωπός
ξάνιον
View word page
ξανθοφαής
goldengleaming

ShortDef

goldengleaming

Debugging

Headword:
ξανθοφαής
Headword (normalized):
ξανθοφαής
Headword (normalized/stripped):
ξανθοφαης
IDX:
60109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60110
Key:

Data

{'content': 'goldengleaming'}