Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξανθόθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκάρυον
ξανθοκόμας
ξανθοκόμης
ξανθόλευκος
ξανθομήλινος
Ξάνθος
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφαής
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθοχολικός
ξανθόχολος
ξανθόχροος
ξανθόχρως
ξανθόω
ξανθύνομαι
ξανθωπός
View word page
ξανθοτριχέω
to have yellow hair

ShortDef

to have yellow hair

Debugging

Headword:
ξανθοτριχέω
Headword (normalized):
ξανθοτριχέω
Headword (normalized/stripped):
ξανθοτριχεω
IDX:
60108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60109
Key:

Data

{'content': 'to have yellow hair'}