Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξανθοδερκής
ξανθοειδής
ξανθόθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκάρυον
ξανθοκόμας
ξανθοκόμης
ξανθόλευκος
ξανθομήλινος
Ξάνθος
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφαής
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθοχολικός
ξανθόχολος
ξανθόχροος
ξανθόχρως
ξανθόω
View word page
ξανθός
yellow
ShortDef
yellow
Debugging
Headword:
ξανθός
Headword (normalized):
ξανθός
Headword (normalized/stripped):
ξανθος
IDX:
60106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60107
Key:
Data
{'content': 'yellow'}