Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξάνθισμα
ξανθόγεως
ξανθοδερκής
ξανθοειδής
ξανθόθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκάρυον
ξανθοκόμας
ξανθοκόμης
ξανθόλευκος
ξανθομήλινος
Ξάνθος
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφαής
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθοχολικός
ξανθόχολος
ξανθόχροος
View word page
ξανθομήλινος
greenish-yellow

ShortDef

greenish-yellow

Debugging

Headword:
ξανθομήλινος
Headword (normalized):
ξανθομήλινος
Headword (normalized/stripped):
ξανθομηλινος
IDX:
60104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60105
Key:

Data

{'content': 'greenish-yellow'}