Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ξανθίππη
Ξάνθιππος
Ξάνθις
ξάνθισις
ξάνθισμα
ξανθόγεως
ξανθοδερκής
ξανθοειδής
ξανθόθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκάρυον
ξανθοκόμας
ξανθοκόμης
ξανθόλευκος
ξανθομήλινος
Ξάνθος
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφαής
ξανθοφυής
View word page
ξανθοκάρυον
clove

ShortDef

clove

Debugging

Headword:
ξανθοκάρυον
Headword (normalized):
ξανθοκάρυον
Headword (normalized/stripped):
ξανθοκαρυον
IDX:
60100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60101
Key:

Data

{'content': 'clove'}