Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀναλογάδην
ἀναλογεῖον
ἀναλογέω
ἀναλογή
ἀναλογητέον
ἀναλογητικός
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογικός
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀναλογιστικός
ἀνάλογος
ἀναλογούντως
ἀναλογχόω
ἀναλοκίζω
ἄναλος
ἄναλτος
View word page
ἀναλογίζομαι
to reckon up, sum up

ShortDef

to reckon up, sum up

Debugging

Headword:
ἀναλογίζομαι
Headword (normalized):
ἀναλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αναλογιζομαι
IDX:
6008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6009
Key:

Data

{'content': 'to reckon up, sum up'}