Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωχελίη
νώψ
ξʹ
ξαίνω
ξανάω
Ξανδικός
ξάνθη
Ξάνθη
Ξάνθης
Ξανθίας
ξανθίζω
ξάνθιον
Ξάνθιος
Ξανθίππη
Ξάνθιππος
Ξάνθις
ξάνθισις
ξάνθισμα
ξανθόγεως
ξανθοδερκής
ξανθοειδής
View word page
ξανθίζω
to make yellow

ShortDef

to make yellow

Debugging

Headword:
ξανθίζω
Headword (normalized):
ξανθίζω
Headword (normalized/stripped):
ξανθιζω
IDX:
60087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60088
Key:

Data

{'content': 'to make yellow'}