Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νωτοφορέω
νωτοφορία
νωτοφόρος
νωχελεύομαι
νωχελής
νωχελία
νωχελίη
νώψ
ξʹ
ξαίνω
ξανάω
Ξανδικός
ξάνθη
Ξάνθη
Ξάνθης
Ξανθίας
ξανθίζω
ξάνθιον
Ξάνθιος
Ξανθίππη
Ξάνθιππος
View word page
ξανάω
grow weary with carding wool
ShortDef
grow weary with carding wool
Debugging
Headword:
ξανάω
Headword (normalized):
ξανάω
Headword (normalized/stripped):
ξαναω
IDX:
60081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60082
Key:
Data
{'content': 'grow weary with carding wool'}