Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νῶτον
νωτοπλήξ
νωτοστροφέω
νωτοφορέω
νωτοφορία
νωτοφόρος
νωχελεύομαι
νωχελής
νωχελία
νωχελίη
νώψ
ξʹ
ξαίνω
ξανάω
Ξανδικός
ξάνθη
Ξάνθη
Ξάνθης
Ξανθίας
ξανθίζω
ξάνθιον
View word page
νώψ
purblind

ShortDef

purblind

Debugging

Headword:
νώψ
Headword (normalized):
νώψ
Headword (normalized/stripped):
νωψ
IDX:
60078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60079
Key:

Data

{'content': 'purblind'}