Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νωτοβατέω
νωτόγραπτος
νωτοκοπέω
νῶτον
νωτοπλήξ
νωτοστροφέω
νωτοφορέω
νωτοφορία
νωτοφόρος
νωχελεύομαι
νωχελής
νωχελία
νωχελίη
νώψ
ξʹ
ξαίνω
ξανάω
Ξανδικός
ξάνθη
Ξάνθη
Ξάνθης
View word page
νωχελής
moving slowly and heavily, sluggish
ShortDef
moving slowly and heavily, sluggish
Debugging
Headword:
νωχελής
Headword (normalized):
νωχελής
Headword (normalized/stripped):
νωχελης
IDX:
60075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60076
Key:
Data
{'content': 'moving slowly and heavily, sluggish'}