Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νώτισμα
νωτοβατέω
νωτόγραπτος
νωτοκοπέω
νῶτον
νωτοπλήξ
νωτοστροφέω
νωτοφορέω
νωτοφορία
νωτοφόρος
νωχελεύομαι
νωχελής
νωχελία
νωχελίη
νώψ
ξʹ
ξαίνω
ξανάω
Ξανδικός
ξάνθη
Ξάνθη
View word page
νωχελεύομαι
to be slothful
ShortDef
to be slothful
Debugging
Headword:
νωχελεύομαι
Headword (normalized):
νωχελεύομαι
Headword (normalized/stripped):
νωχελευομαι
IDX:
60074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60075
Key:
Data
{'content': 'to be slothful'}