Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νωτοβατέω
νωτόγραπτος
νωτοκοπέω
νῶτον
νωτοπλήξ
νωτοστροφέω
νωτοφορέω
νωτοφορία
νωτοφόρος
νωχελεύομαι
νωχελής
νωχελία
νωχελίη
νώψ
ξʹ
ξαίνω
ξανάω
Ξανδικός
View word page
νωτοφορία
carrying on the back

ShortDef

carrying on the back

Debugging

Headword:
νωτοφορία
Headword (normalized):
νωτοφορία
Headword (normalized/stripped):
νωτοφορια
IDX:
60072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60073
Key:

Data

{'content': 'carrying on the back'}