Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωτεύς
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νωτοβατέω
νωτόγραπτος
νωτοκοπέω
νῶτον
νωτοπλήξ
νωτοστροφέω
νωτοφορέω
νωτοφορία
νωτοφόρος
νωχελεύομαι
νωχελής
νωχελία
νωχελίη
νώψ
ξʹ
ξαίνω
ξανάω
View word page
νωτοφορέω
carry on the back

ShortDef

carry on the back

Debugging

Headword:
νωτοφορέω
Headword (normalized):
νωτοφορέω
Headword (normalized/stripped):
νωτοφορεω
IDX:
60071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60072
Key:

Data

{'content': 'carry on the back'}