Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωτάκμων
νωτάρης
νωτεύς
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νωτοβατέω
νωτόγραπτος
νωτοκοπέω
νῶτον
νωτοπλήξ
νωτοστροφέω
νωτοφορέω
νωτοφορία
νωτοφόρος
νωχελεύομαι
νωχελής
νωχελία
νωχελίη
νώψ
ξʹ
View word page
νωτοπλήξ
with scourged back

ShortDef

with scourged back

Debugging

Headword:
νωτοπλήξ
Headword (normalized):
νωτοπλήξ
Headword (normalized/stripped):
νωτοπληξ
IDX:
60069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60070
Key:

Data

{'content': 'with scourged back'}