Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλληγόρητος
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀναλογάδην
ἀναλογεῖον
ἀναλογέω
ἀναλογή
ἀναλογητέον
ἀναλογητικός
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογικός
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀναλογιστικός
ἀνάλογος
ἀναλογούντως
ἀναλογχόω
ἀναλοκίζω
View word page
ἀναλογητικός
proportional

ShortDef

proportional

Debugging

Headword:
ἀναλογητικός
Headword (normalized):
ἀναλογητικός
Headword (normalized/stripped):
αναλογητικος
IDX:
6006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6007
Key:

Data

{'content': 'proportional'}