Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωταγωγέω
νωταγωγός
νωτάκμων
νωτάρης
νωτεύς
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νωτοβατέω
νωτόγραπτος
νωτοκοπέω
νῶτον
νωτοπλήξ
νωτοστροφέω
νωτοφορέω
νωτοφορία
νωτοφόρος
νωχελεύομαι
νωχελής
νωχελία
νωχελίη
View word page
νωτοκοπέω
break

ShortDef

break

Debugging

Headword:
νωτοκοπέω
Headword (normalized):
νωτοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
νωτοκοπεω
IDX:
60067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60068
Key:

Data

{'content': 'break'}