Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νῶρβα
Νωρβανός
νῶροψ
νωταγωγέω
νωταγωγός
νωτάκμων
νωτάρης
νωτεύς
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νωτοβατέω
νωτόγραπτος
νωτοκοπέω
νῶτον
νωτοπλήξ
νωτοστροφέω
νωτοφορέω
νωτοφορία
νωτοφόρος
νωχελεύομαι
View word page
νώτισμα
that which covers the back

ShortDef

that which covers the back

Debugging

Headword:
νώτισμα
Headword (normalized):
νώτισμα
Headword (normalized/stripped):
νωτισμα
IDX:
60064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60065
Key:

Data

{'content': 'that which covers the back'}