Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωπέομαι
Νῶρβα
Νωρβανός
νῶροψ
νωταγωγέω
νωταγωγός
νωτάκμων
νωτάρης
νωτεύς
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νωτοβατέω
νωτόγραπτος
νωτοκοπέω
νῶτον
νωτοπλήξ
νωτοστροφέω
νωτοφορέω
νωτοφορία
νωτοφόρος
View word page
νωτίζω
to turn one's back

ShortDef

to turn one's back

Debugging

Headword:
νωτίζω
Headword (normalized):
νωτίζω
Headword (normalized/stripped):
νωτιζω
IDX:
60063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60064
Key:

Data

{'content': "to turn one's back"}