Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νωμήτωρ
Νώνιος
νωνυμία
νωνυμνί
νώνυμος
νωπέομαι
Νῶρβα
Νωρβανός
νῶροψ
νωταγωγέω
νωταγωγός
νωτάκμων
νωτάρης
νωτεύς
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νωτοβατέω
νωτόγραπτος
νωτοκοπέω
νῶτον
View word page
νωταγωγός
carrying burdens
ShortDef
carrying burdens
Debugging
Headword:
νωταγωγός
Headword (normalized):
νωταγωγός
Headword (normalized/stripped):
νωταγωγος
IDX:
60058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60059
Key:
Data
{'content': 'carrying burdens'}