Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωλεμέως
νῶμα
νωμάω
νώμησις
νωμήτωρ
Νώνιος
νωνυμία
νωνυμνί
νώνυμος
νωπέομαι
Νῶρβα
Νωρβανός
νῶροψ
νωταγωγέω
νωταγωγός
νωτάκμων
νωτάρης
νωτεύς
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
View word page
Νῶρβα
Norba

ShortDef

Norba

Debugging

Headword:
Νῶρβα
Headword (normalized):
νῶρβα
Headword (normalized/stripped):
νωρβα
IDX:
60054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60055
Key:

Data

{'content': 'Norba'}