Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωθρός
νωθρώδης
νωθώδης
νῶι
νωΐτερος
νῶκαρ
νωλεμές
νωλεμέως
νῶμα
νωμάω
νώμησις
νωμήτωρ
Νώνιος
νωνυμία
νωνυμνί
νώνυμος
νωπέομαι
Νῶρβα
Νωρβανός
νῶροψ
νωταγωγέω
View word page
νώμησις
observation

ShortDef

observation

Debugging

Headword:
νώμησις
Headword (normalized):
νώμησις
Headword (normalized/stripped):
νωμησις
IDX:
60047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60048
Key:

Data

{'content': 'observation'}