Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωθροποιός
νωθρός
νωθρώδης
νωθώδης
νῶι
νωΐτερος
νῶκαρ
νωλεμές
νωλεμέως
νῶμα
νωμάω
νώμησις
νωμήτωρ
Νώνιος
νωνυμία
νωνυμνί
νώνυμος
νωπέομαι
Νῶρβα
Νωρβανός
νῶροψ
View word page
νωμάω
to deal out, distribute

ShortDef

to deal out, distribute

Debugging

Headword:
νωμάω
Headword (normalized):
νωμάω
Headword (normalized/stripped):
νωμαω
IDX:
60046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60047
Key:

Data

{'content': 'to deal out, distribute'}