Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωθροκάρδιος
νωθροποιός
νωθρός
νωθρώδης
νωθώδης
νῶι
νωΐτερος
νῶκαρ
νωλεμές
νωλεμέως
νῶμα
νωμάω
νώμησις
νωμήτωρ
Νώνιος
νωνυμία
νωνυμνί
νώνυμος
νωπέομαι
Νῶρβα
Νωρβανός
View word page
νῶμα
owner's marks, brands

ShortDef

owner's marks, brands

Debugging

Headword:
νῶμα
Headword (normalized):
νῶμα
Headword (normalized/stripped):
νωμα
IDX:
60045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60046
Key:

Data

{'content': "owner's marks, brands"}