Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωθρίη
νωθροκάρδιος
νωθροποιός
νωθρός
νωθρώδης
νωθώδης
νῶι
νωΐτερος
νῶκαρ
νωλεμές
νωλεμέως
νῶμα
νωμάω
νώμησις
νωμήτωρ
Νώνιος
νωνυμία
νωνυμνί
νώνυμος
νωπέομαι
Νῶρβα
View word page
νωλεμέως
unceasingly, firmly

ShortDef

unceasingly, firmly

Debugging

Headword:
νωλεμέως
Headword (normalized):
νωλεμέως
Headword (normalized/stripped):
νωλεμεως
IDX:
60044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60045
Key:

Data

{'content': 'unceasingly, firmly'}