Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωθρεπιθέτης
νωθρεύω
νωθρίη
νωθροκάρδιος
νωθροποιός
νωθρός
νωθρώδης
νωθώδης
νῶι
νωΐτερος
νῶκαρ
νωλεμές
νωλεμέως
νῶμα
νωμάω
νώμησις
νωμήτωρ
Νώνιος
νωνυμία
νωνυμνί
νώνυμος
View word page
νῶκαρ
lethargy, coma

ShortDef

lethargy, coma

Debugging

Headword:
νῶκαρ
Headword (normalized):
νῶκαρ
Headword (normalized/stripped):
νωκαρ
IDX:
60042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60043
Key:

Data

{'content': 'lethargy, coma'}