Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωθής
νώθουρος
νωθρεία
νωθρεπιθέτης
νωθρεύω
νωθρίη
νωθροκάρδιος
νωθροποιός
νωθρός
νωθρώδης
νωθώδης
νῶι
νωΐτερος
νῶκαρ
νωλεμές
νωλεμέως
νῶμα
νωμάω
νώμησις
νωμήτωρ
Νώνιος
View word page
νωθώδης
lethargic

ShortDef

lethargic

Debugging

Headword:
νωθώδης
Headword (normalized):
νωθώδης
Headword (normalized/stripped):
νωθωδης
IDX:
60039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60040
Key:

Data

{'content': 'lethargic'}