Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νώθεια
νωθής
νώθουρος
νωθρεία
νωθρεπιθέτης
νωθρεύω
νωθρίη
νωθροκάρδιος
νωθροποιός
νωθρός
νωθρώδης
νωθώδης
νῶι
νωΐτερος
νῶκαρ
νωλεμές
νωλεμέως
νῶμα
νωμάω
νώμησις
νωμήτωρ
View word page
νωθρώδης
accompanied by torpor

ShortDef

accompanied by torpor

Debugging

Headword:
νωθρώδης
Headword (normalized):
νωθρώδης
Headword (normalized/stripped):
νωθρωδης
IDX:
60038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60039
Key:

Data

{'content': 'accompanied by torpor'}