Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νώθουρος
νωθρεία
νωθρεπιθέτης
νωθρεύω
νωθρίη
νωθροκάρδιος
νωθροποιός
νωθρός
νωθρώδης
νωθώδης
νῶι
νωΐτερος
νῶκαρ
νωλεμές
νωλεμέως
νῶμα
νωμάω
View word page
νωθροποιός
making sluggish

ShortDef

making sluggish

Debugging

Headword:
νωθροποιός
Headword (normalized):
νωθροποιός
Headword (normalized/stripped):
νωθροποιος
IDX:
60036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60037
Key:

Data

{'content': 'making sluggish'}