Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νωδογέρων
νωδός
νωδότης
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νώθουρος
νωθρεία
νωθρεπιθέτης
νωθρεύω
νωθρίη
νωθροκάρδιος
νωθροποιός
νωθρός
νωθρώδης
νωθώδης
νῶι
νωΐτερος
νῶκαρ
νωλεμές
View word page
νωθρεύω
to be sluggish
ShortDef
to be sluggish
Debugging
Headword:
νωθρεύω
Headword (normalized):
νωθρεύω
Headword (normalized/stripped):
νωθρευω
IDX:
60033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60034
Key:
Data
{'content': 'to be sluggish'}