Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νώγαλα
νωγαλεύω
νωδογέρων
νωδός
νωδότης
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νώθουρος
νωθρεία
νωθρεπιθέτης
νωθρεύω
νωθρίη
νωθροκάρδιος
νωθροποιός
νωθρός
νωθρώδης
νωθώδης
νῶι
νωΐτερος
View word page
νωθρεία
sluggishness, torpor, indolence

ShortDef

sluggishness, torpor, indolence

Debugging

Headword:
νωθρεία
Headword (normalized):
νωθρεία
Headword (normalized/stripped):
νωθρεια
IDX:
60031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60032
Key:

Data

{'content': 'sluggishness, torpor, indolence'}