Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νύχιος
Νωβελίων
νώγαλα
νωγαλεύω
νωδογέρων
νωδός
νωδότης
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νώθουρος
νωθρεία
νωθρεπιθέτης
νωθρεύω
νωθρίη
νωθροκάρδιος
νωθροποιός
νωθρός
νωθρώδης
νωθώδης
View word page
νωθής
sluggish, slothful, torpid

ShortDef

sluggish, slothful, torpid

Debugging

Headword:
νωθής
Headword (normalized):
νωθής
Headword (normalized/stripped):
νωθης
IDX:
60029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60030
Key:

Data

{'content': 'sluggish, slothful, torpid'}