Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυχθήμερος
νύχιος
Νωβελίων
νώγαλα
νωγαλεύω
νωδογέρων
νωδός
νωδότης
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νώθουρος
νωθρεία
νωθρεπιθέτης
νωθρεύω
νωθρίη
νωθροκάρδιος
νωθροποιός
νωθρός
νωθρώδης
View word page
νώθεια
sluggishness, dulness

ShortDef

sluggishness, dulness

Debugging

Headword:
νώθεια
Headword (normalized):
νώθεια
Headword (normalized/stripped):
νωθεια
IDX:
60028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60029
Key:

Data

{'content': 'sluggishness, dulness'}