Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νυχηβόρος
νυχθήμερον
νυχθήμερος
νύχιος
Νωβελίων
νώγαλα
νωγαλεύω
νωδογέρων
νωδός
νωδότης
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νώθουρος
νωθρεία
νωθρεπιθέτης
νωθρεύω
νωθρίη
νωθροκάρδιος
νωθροποιός
View word page
νωδυνία
ease from pain
ShortDef
ease from pain
Debugging
Headword:
νωδυνία
Headword (normalized):
νωδυνία
Headword (normalized/stripped):
νωδυνια
IDX:
60026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60027
Key:
Data
{'content': 'ease from pain'}